- κρεμμύδι
- Λαχανικό της οικογένειας alliaceae, γνωστό με την επιστημονική ονομασία Allium cepa. Πρόκειται για μονοκοτυλήδονη αειθαλή πόα, που μπορεί να φθάσει σε ύψος τα 60 εκ. Ανθοφορεί από τον Ιούνιο έως τον Ιούλιο και τα άνθη της είναι ερμαφρόδιτα και εντομόγαμα. Καλλιεργείται από την αρχαία εποχή, οπότε ήταν γνωστό στους αρχαίους Έλληνες ως κρόμμυον. Οι αρωματικοί και σαρκώδεις βολβοί του, τα γνωστά κ., που τρώγονται νωπά ή μαγειρεμένα, έχουν σφαιρικό, επίμηκες ή κοντόχοντρο σχήμα, ανάλογα με την ποικιλία· διακρίνονται, επίσης, ανάλογα με το χρώμα τους σε λευκούς, κίτρινους, χαλκόχρωμους ή κόκκινους. Αποτελούνται από ομόκεντρους, παχείς, τρυφερούς και λευκόσαρκους χιτώνες. Από το κέντρο του βολβού φυτρώνει άφυλλο, κυλινδρικό, παχύ, κοίλο και διογκωμένο προς τη βάση στέλεχος, το οποίο στηρίζει ένα ογκώδες σφαιρικό σκιάδιο, σχηματισμένο από πολυάριθμα μικρά, λευκά, υποπράσινα ή κοκκινωπά άνθη, με έξι σέπαλα, μακρύ ποδίσκο και 2 ή 4 βράκτια φύλλα στη βάση της ταξιανθίας. Τα φύλλα είναι πράσινα, επιμήκη, κυλινδρικά, συριγγώδη και διογκωμένα. Τα σπέρματα του κ. είναι μαύρα, πλατιά, με γωνιές και ραβδωτή επιφάνεια. Το κ. ευδοκιμεί σε μαλακά και γόνιμα εδάφη. Στην Ελλάδα καλλιεργούνται υποποικιλίες του άσπρου κ. Ονομαστή είναι η ποικιλία που παράγεται στα Βάτικα της Λακωνίας. Η βατικιώτικη ποικιλία καλλιεργείται σε δύο μορφές: τη λιγόψυχη, που είναι πρώιμη αλλά διατηρείται δύσκολα, και την παραδεισιώτικη, που είναι όψιμη και διατηρείται εύκολα και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η καλλιέργεια του κ. στην Ελλάδα είναι δίχρονη: τον πρώτο χρόνο παράγονται από σπόρο οι μικροί βολβοί, το λεγόμενο κοκκάρι ή κροκκάρι, οι οποίοι τον δεύτερο χρόνο φυτεύονται στον προετοιμασμένο αγρό ή κήπο· η διαδικασία αυτή πραγματοποιείται είτε από τον Σεπτέμβριο έως τον Νοέμβριο, για την παραγωγή χλωρών κ. (φρέσκα κρεμμυδάκια) τον χειμώνα, είτε τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο, για την παραγωγή ξερών κ. το καλοκαίρι.
Το κ. κατάγεται κατά πάσα πιθανότητα από τη δυτική (Περσία και Παλαιστίνη) και κεντρική Ασία και ήταν γνωστό στους αρχαίους Αιγυπτίους. Σήμερα είναι διαδεδομένο σε όλο τον κόσμο. Η γεύση του οφείλεται στην παρουσία θειούχων πτητικών ελαίων, που ερεθίζουν τα μάτια και προκαλούν δάκρυα. Αν και σπάνια κατατάσσεται στα φαρμακευτικά φυτά, το κ. έχει πολλές ευεργετικές ιδιότητες για τον οργανισμό –ιδιαίτερα όταν τρώγεται συστηματικά– οι οποίες ήταν γνωστές από την αρχαιότητα, οπότε το χρησιμοποιούσαν ειδικά ως απολυμαντικό ενάντια στις επιδημίες της πανώλης. Συγκεκριμένα, ο βολβός του κ. έχει ανθελμινθικές, αντιφλεγμονώδεις, αντισηπτικές, διουρητικές, χωνευτικές και υπογλυκαιμικές ιδιότητες, και ενεργεί θεραπευτικά στους ρευματισμούς, στον διαβήτη και σε παθήσεις των νεφρών. Ο φρέσκος χυμός του κ. (κρεμμυδόζουμο) χρησιμοποιείται ενάντια στα τσιμπήματα από μέλισσες ή σφίγγες και σε μυκητιάσεις, ενώ διευκολύνει τη διαδικασία επούλωσης των τραυμάτων. Τέλος, το κ. βρίσκει εφαρμογή και στην ομοιοπαθητική.
Άλλο συγγενές είδος είναι το άλλιο το κοίλο, που κατάγεται από τη νότια Σιβηρία. Καλλιεργείται σε πολλές χώρες κυρίως για τα φύλλα του, που χρησιμοποιούνται ως άρτυμα.
άγριο κ. Ονομασία που δίνεται σε διάφορα φυτά (αγριοκρόμμυδο). Ένα από αυτά είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία άλλιο το ναπολιτάνικο. Πρόκειται για πολυετή πόα, ύψους 30-70 εκ., με μικρό και ωοειδή βολβό. Ο βλαστός του είναι τριγωνικός με 2-3 επίπεδα φύλλα, που φυτρώνουν λίγο πάνω από τη βάση. Τα άνθη του είναι άσπρα, οργανωμένα σε σκιάδια, και ο καρπός του κάψα. Φυτρώνει σε καλλιεργημένα και χέρσα χωράφια της Στερεάς Ελλάδας, της Πελοποννήσου, των Κυκλάδων και της Κρήτης, καθώς επίσης και σε όλη τη μεσογειακή Ευρώπη. Καλλιεργείται ως καλλωπιστικό, για τα ωραία του άσπρα άνθη, τα οποία εμφανίζονται την άνοιξη.
Ένα άλλο άγριο κ. είναι το άλλιο το ρόδινο, πολυετής πόα, ύψους 30-80 εκ., με δυνατή μυρωδιά σκόρδου. Ο βολβός της είναι ωοειδής, μέτριου μεγέθους. Έχει 3-5 παράρριζα και αυλακωτά φύλλα. Τα άνθη του είναι μεγάλα, με ζωηρό ρόδινο χρώμα, οργανωμένα σε σκιάδιο, και ο καρπός του είναι ωοειδής κάψα. Φυτρώνει σε χωράφια, αμπελώνες και φράχτες, σχεδόν σε ολόκληρη την Ελλάδα. Ο βολβός του είναι βρώσιμος.
Στα αγριοκρόμμυδα συγκαταλέγεται και η Urginea maritima της οικογένειας των ασφοδελιδών. Πρόκειται για πολυετή πόα, με ισχυρό βλαστό, που ξεπερνάει το 1 μ. Δεν φέρει φύλλα, ενώ έχει έναν ογκώδη ωοειδή βολβό, κοκκινωπού ή λευκού χρώματος, με σαρκώδεις χιτώνες, διαμέτρου 10-16 εκ. και βάρους 15 κιλών. Τα φύλλα του είναι παράρριζα, σαν λόγχες, παχιά, ακέραια και όρθια, μικρότερα από τον βλαστό. Ανθίζει από τον Αύγουστο έως τον Σεπτέμβριο. Ο καρπός του είναι μεγάλη τριγωνική κάψα. Το φυτό αυτό είναι πολύ κοινό σε παραθαλάσσιες περιοχές, σε όλα τα μέρη της Ελλάδας. Ο βολβός του έχει διουρητικές, αντιασθματικές, καρδιοτονωτικές και άλλες ιδιότητες, αρκεί να χρησιμοποιείται με προσοχή, γιατί σε μεγάλες δόσεις έχει τοξική δράση και προκαλεί ιλίγγους, εμετούς, κωλικούς, πόνους στην καρδιά και πολλές φορές τον θάνατο.
Το προς τη βάση τμήμα του κρεμμυδιού.
Ταξιανθία κρεμμυδιού.
* * *και κρεμύδι και κρομμύδι, το1. κοινή ονομασία τού διετούς ποώδους φυτού Allium cepa, που ανήκει στην οικογένεια αλλιίδες ή στην οικογένεια λιλιίδες και τού οποίου ο βολβός είναι φαγώσιμος ωμός αλλά χρησιμοποιείται και στη μαγειρική για την έντονη και ερεθιστική οσμή και γεύση του2. κοινή ονομασία τών βολβών τών φυτών3. φρ. «ώσπου να πεις κρεμμύδι» — πολύ γρήγορα, αμέσως.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρομμύδι < κρομμύ-διον (υποκορ. τού κρόμμυον), ενώ ο τ. κρεμμύδι προέρχεται είτε από τον τ. κρέμμυον (μτγν. τού κρόμμυον) είτε από κρομμύδι(ον) με τροπή τού -ο σε -ε- λόγω τής φωνητικής επίδρασης τού -ρ-. Η γρφ. με ένα -μ- είναι ήδη αρχ. (πρβλ. κρόμυον).ΠΑΡ. κρεμμύδα, κρεμμυδάκι, κρεμμυδίλα.ΣΥΝΘ. κρεμμυδόσουπα, κρεμμυδόσπορος, κρεμμυδότσουφλο, κρεμμυδοφάγος].
Dictionary of Greek. 2013.